Αμπελώνες

Αμπελώνες


Ο αμπελώνας Τυρνάβου περιλαμβάνει τους αμπελώνες των δήμων Τυρνάβου και Αμπελώνα και των κοινοτήτων Αργυροπουλίου, Δαμασίου, Δελερίων, Δένδρων – Πλατανουλίων και Ροδιάς. Έχει συνολική έκταση 25.000 στρέμματα, εκ των οποίων τα 15.000 στρ. είναι οινοποιήσιμες ποικιλίες με επικρατέστερη την ερυθρή Μοσχάτο Τυρνάβου (Αμβούργου) (10.000 στρ). Πρόκειται για ποικιλία που έδωσε πολύ καλά αποτελέσματα και επικράτησε κυρίως στην περιοχή Τυρνάβου, μια που η καλλιεργούμενη έκταση της ποικιλίας αυτής στην υπόλοιπη Ελλάδα δεν ξεπερνά τα 1.600 στρέμματα. Οι λευκές οινοποιήσιμες ποικιλίες που καλλιεργούνται στην περιοχή εκτός από το Μοσχάτο είναι ο Ροδίτης, το Μπαντίκι, η Ντεμπίνα, η Λημνιώνα, το Ασσύρτικο και η Μαλαγουζιά ποικιλίες που καλλιεργούνταν από παλιά, αλλά και τις «κοσμοπολίτισσες» ποικιλίες όπως το Syrah, Merlot, Cabernet S., Ugni Blanc, Maccabeu, Chardonnay, Grenache Rouge, Sauvignon Blanc που βρήκαν και αυτές πρόσφορο έδαφος.

Ανάλογος και ο πλούτος των ειδών κρασιού που παράγονται, λευκά, ερυθρά, ροζέ όσον αφορά το χρώμα τους, ρετσίνα, ξηρά,ημίξηρα, ημίγλυκα, γλυκά όσο αφορά στον τύπο τους, πολλά δε από αυτά είναι επίσημα αναγνωρισμένα ως ΠΓΕ (Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης) Τυρνάβου. Αξίζει όμως να σταθεί κανείς περισσότερο στην ποικιλία Μοσχάτο Τυρνάβου μιας και είναι εκείνη που κυριαρχεί στην περιοχή και το σύνολο σχεδόν της καλλιεργήσιμης έκτασής της στην Ελλάδα εντοπίζεται στην περιοχή Τυρνάβου. Η ταυτισμένη αυτή με το τόπο μας ποικιλία αποτελεί τη βάση για την παραγωγή ιδιαίτερα αρωματικών οίνων όλων των κατηγοριών αλλά και του ξεχωριστού Τσίπουρου Τυρνάβου.

Ιστορικά στοιχεία αμπελουργίας και παραγωγής οίνου στην περιοχή Τυρνάβου.

Φυλλοξήρα διαπιστώθηκε για πρώτη φορά στην περιοχή Τυρνάβου πιθανώς το 1929 (Έγγραφο Υπ. Γεωργίας 6/6/ 1929). Η αντικατάσταση των παλαιών υποκειμένων συντελέστηκε κατά την περίοδο 1930-1936 και συνοδεύτηκε με ριζική αλλαγή της ποικιλιακής σύνθεσης: Την ποικιλιακή σύνθεση του παλαιού αμπελώνα (ροδίτης, μπαντίκι, κουκούλι, ήμερο μαύρο, σιδερίτης, καρτσιώτης, ουτμαλί κλπ) διαδέχθηκε μια ολιγαριθμότερη σύνθεση αποτελούμενη από τρεις μόνο ποικιλίες: Το Μπαντίκι (οινοποιήσιμη ποικιλία), το Ροζακί (επιτραπέζια ποικιλία) και το Μοσχάτο Αμβούργου (μικτής χρήσης). Στην αντικατάσταση της ποικιλιακής σύνθεσης σημαντικό ρόλο φαίνεται ότι έπαιξε η Αβερώφειος Γεωργική Σχολή Λάρισας. Την εποχή αυτή ο Τυρναβίτικος αμπελώνας είχε έκταση μεγαλύτερη από 10.000 στρέμματα και παρήγαγε 702.000 και 200.000 οκάδες μαύρου και λευκού οίνου αντίστοιχα (Ελληνική Αμπελουργία και Οινολογία 1932).

Προσπάθεια για ανεύρεση στοιχείων που σχετίζονται με την ιστορία της αμπελουργίας και την παραγωγή οίνου και τσίπουρου στην περιοχή Τυρνάβου απέδωσε πτωχά αποτελέσματα. Είναι πιθανό ότι οι δραστηριότητες αυτές κυριαρχούσαν στην οικιακή οικονομία της περιοχής, όχι μόνο κατά το 19ο αιώνα, αλλά και κατά την τουρκοκρατία και την Βυζαντινή περίοδο (Λεονάρδος 1836, Heuzey 1858, Τσοποτός 1896). Θεωρείται πιθανό ότι η άσκηση της αμπελουργίας και της παραγωγής οίνων στην περιοχή Τυρνάβου κατά την Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή περίοδο αποτελεί συνέχεια μιας παλαιότερης εμπειρίας των κατοίκων της περιοχής (Lambert-Goes 1990).